- ἀποπέμπεται
- ἀποπέμπωsend offpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъсылатисѧ — ОТЪСЫЛА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к отъсылати во 2 знач.: подобаетъ чиститисѧ первое. таче къ ч(с)тому приближитисѧ. ˫ако паче петръ не терпѧ дѣиства бж(с)твенаго ис кораблѧ ѿсылаѥ(т) iс(с)а. ˫ако и еуа(г)листъ повѣдаѥ(т). тако и преже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δύσπεμπτος — δύσπεμπτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα αποπέμπεται … Dictionary of Greek
ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… … Dictionary of Greek
εύπεμπτος — εὔπεμπτος, ον (Α) αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)] … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek
Ηρακλείδες — I Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τη δωρική παράδοση, οι Η. κυρίευσαν και αποίκισαν την Πελοπόννησο. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρακλή, διώχθηκαν από τον Ευρυσθέα και κατέφυγαν αρχικά στον βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκο, και… … Dictionary of Greek